- πολυβορος
- πολυβόροςπολυ-βόρος2прожорливый
(ζῷον Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζῷον Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολυβόρος — ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος αρπακτικών πτηνών τού Νέου Κόσμου αρχ. αυτός που τρώει με βουλιμία, αδηφάγος («ζῴῳ, μεγίστῳ πεφυκότι καὶ πολυβορωτάτῳ», Πλατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος. Η λ., ως επιστημον.… … Dictionary of Greek
πολυβορώτατον — πολυβόρος much devouring masc acc superl sg πολυβόρος much devouring neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβόρων — πολυβόρος much devouring fem gen pl πολυβόρος much devouring masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβορωτάτῳ — πολυβόρος much devouring masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβορώτατος — πολυβόρος much devouring masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβόρους — πολυβόρος much devouring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… … Dictionary of Greek
ՇԱՏԱԿԵՐ — (ի, աց.) NBH 2 0466 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. πολύφαγος edax πολυβόρος vorax, helluo. Շատ կերօղ՝ ուտօղ. անյագ. որկորեայ. *զորդի իւր զշարայ զյոլովածին եւ զշատակեր. Խոր. ՟Ա. 11: *Զինչ արարից քեզ շատակեր եւ որկրագահ աբեղայ. Հ. մարտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)